νησιωτική οικολογία

νησιωτική οικολογία
Η μελέτη των οικολογικών σχέσεων οι οποίες αναπτύσσονται στο νησιωτικό περιβάλλον. Δεν αποτελεί χωριστό επιστημονικό κλάδο, παρουσιάζει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον το οποίο οφείλεται στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν στα νησιά και έχουν άμεση σχέση με τη μικρή τους έκταση και με τον τρόπο σχηματισμού τους. Όπως είναι γνωστό, τα περισσότερα νησιά δημιουργήθηκαν με δύο κυρίως τρόπους: Από τμήματα ξηράς που κάποτε ήταν χερσόνησοι και ενώνονταν με την πιο κοντινή ήπειρο με χαμηλού ύψους γλώσσες στεριάς. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, τα βρετανικά νησιά που κάποτε ήταν ενωμένα με την Ευρώπη, τα ελληνικά νησιά που ανήκαν στη λεγόμενη Αιγηίδα (βλ. λ.) όπως επίσης και η Μαδαγασκάρη και η Σρι Λάνκα τις οποίες κάποτε ένωνε με την Αφρική και την Ινδία κάποια στεριά. Όταν οι ενδιάμεσες στεριές κατακλύστηκαν από νερά (Μάγχη, Σρι Λάνκα) ή βυθίστηκαν από γεωλογικές αιτίες (Αιγαίο, Μαδαγασκάρη) οι χερσόνησοι μετατράπηκαν σε νησιά έχοντας όμως ήδη πάνω τους, ανάλογα βέβαια με το μέγεθός τους, ένα σοβαρό βιολογικό φορτίο (φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) από τη μητρική ήπειρο στην οποία ανήκαν. Ο πλούτος αυτού του φορτίου εξαρτήθηκε από πολλούς παράγοντες. Η Ιρλανδία, για παράδειγμα, δεν έχει καθόλου φίδια όχι γιατί ο Άγιος Πατρίκιος τα καταράστηκε και τους απαγόρευσε να πλησιάσουν το νησί (όπως λέει μια ρομαντική τοπική παράδοση), αλλά γιατί οι πάγοι των παγετώνων έλιωσαν και σχηματίστηκε η θάλασσα που χωρίζει την Ιρλανδία από την Ευρώπη πριν τα ερπετά αυτά προλάβουν να επιστρέψουν σε χώρους από τους οποίους είχαν χαθεί όταν το κλίμα έγινε πολύ ψυχρό. Με τον ίδιο τρόπο απομονώθηκαν σε μερικά ελληνικά νησιά πυγμαίοι ελέφαντες τα απολιθώματα των οποίων ανακαλύπτονται σήμερα. Η τύχη των οργανισμών που απομονώθηκαν με αυτόν τον τρόπο εξαρτήθηκε και πάλι από πολλούς παράγοντες. Άλλα είδη εξαφανίστηκαν είτε γιατί ο πληθυσμός τους ήταν πολύ μικρός είτε γιατί ο χώρος δεν τους αρκούσε και άλλα επιβίωσαν χωρίς όμως να εξελιχθούν στο σταθερό περιβάλλον που βρίσκονταν. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο περίφημος δράκος του Κόμοντο (βλ. λ.), οι πρωτόγονοι λεμούριοι της Μαδαγασκάρης και τα πολλά ενδημικά είδη των ελληνικών νησιών. Σε γενικές γραμμές πάντως η ποικιλομορφία της ζωής στα νησιά αυτά φαίνεται να εξαρτάται από το μέγεθός τους και από την απόστασή τους από τις ακτές. Ο άλλος τρόπος από τον οποίο προέκυψαν τα περισσότερα νησιά είναι η ηφαιστειακή δράση. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πολλά νησιά τα οποία βρίσκονται στο μέσο των ωκεανών. Αποτελούν την ορατή μάζα μιας υποβρύχιας έξαρσης που προήλθε από διάπυρο υλικό το οποίο βγήκε στον βυθό των ωκεανών και ψύχθηκε σταδιακά σχηματίζοντας πανύψηλες οροσειρές (στην πραγματικότητα το υψηλότερο όρος του κόσμου δεν είναι το Έβερεστ, αλλά η Χαβάη, η οποία από τη ρίζα της στον βυθό του ωκεανού μέχρι την κορυφή Μάουνα Κέα έχει ύψος 9.750 μ.). Λόγω του σχηματισμού τους τα νησιά αυτά στην αρχή δεν είχαν κανένα φυτικό ή ζωικό είδος, πολλά όμως από αυτά σήμερα είναι καταπράσινα και έχουν αρκετά είδη ζώων. Επομένως αποικήθηκαν αργότερα με διάφορους τρόπους, άλλοι από τους οποίους είναι φανεροί και άλλοι όχι. Πολλά είδη φυτών, για παράδειγμα, πρέπει να ήλθαν με ανθεκτικούς σπόρους παρασυρμένους από τον άνεμο ή κρυμμένοι στο πεπτικό σύστημα ισχυρών ιπτάμενων οργανισμών όπως τα θαλασσοπούλια τα οποία βρήκαν στα ηφαιστειογενή νησιά έναν ασφαλή παράδεισο για να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Άλλα φυτά, όπως οι κοκοφοίνικες έφτασαν εκεί χάρη στους ανθεκτικούς καρπούς τους (καρύδες) που μπορούν να μείνουν μήνες στη θάλασσα χωρίς να καταστραφούν. Τα ζώα ήλθαν αργότερα είτε παρασυρμένα από τον άνεμο (έντομα) είτε κολυμπώντας είτε πάνω σε πλέοντα αντικείμενα. Αυτό εξηγεί γιατί ο βιολογικός πλούτος των ηφαιστειακών νησιών είναι άμεση συνάρτηση της απόστασής τους από τη στεριά. Κλασικό παράδειγμα μελέτης αυτής της αποίκησης αποτελεί το ηφαίστειακό νησί Κρακατόα που βρίσκεται στην Ινδονησία. Η τρομερή έκρηξη του ηφαιστείου του το 1883 κατέστρεψε καθετί ζωντανό πάνω του, το 1886 όμως διέθετε 26 είδη φυτών στα οποία προστέθηκαν αρκετά είδη αρθρόποδων ζώων μέχρι το 1889. Το 1897 τα φυτικά είδη αυξήθηκαν σε 62 ενώ το 1920 η πανίδα του νησιού περιελάμβανε 573 είδη ζώων. Η τελική ποικιλία και η οικολογική ισορροπία που επικρατεί στα νησιά εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, γιατί τα μικρά σε έκταση και πλούτο και γι’ αυτό ευαίσθητα οικοσυστήματά τους αλλοιώνονται πολύ εύκολα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”